- προσοικοδομώ
- -έω, Α1. οικοδομώ, κτίζω κάτι επιπροσθέτως2. μτφ. α) σχηματίζω, διαμορφώνω επί πλέον («ἄλλοτε εἶδος ἐν αὐτῷ ψυχῆς προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν», Πλάτ.)β) πλάθω επιπροσθέτως με τη φαντασία μου («πάθη χαλεπὰ καὶ μεγάλα καὶ δυσαπάλλακτα τῇ λύπῃ προσοικοδομῶν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.